μισθοδοτῶ

μισθοδοτῶ
μισθοδοτέω
pay wages
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
μισθοδοτέω
pay wages
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μισθοδοτώ — μισθοδοτώ, μισθοδότησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μισθοδοτώ — (Α μισθοδοτῶ, έω) [μισθοδότης] καταβάλλω μισθό σε κάποιον, πληρώνω σε κάποιον τη συμφωνημένη από πριν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή μηνιαία αμοιβή του για την εργασία που εκτελεί …   Dictionary of Greek

  • μισθοδοτώ — μισθοδότησα, μισθοδοτήθηκα, μισθοδοτημένος, πληρώνω μισθό σε κάποιον: Ως δημόσιος υπάλληλος μισθοδοτούμαι από το κράτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμισθοδότητος — η, ο [μισθοδοτώ] αυτός που δεν μισθοδοτείται ή δεν μισθοδοτήθηκε, ο άμισθος …   Dictionary of Greek

  • μισθοποιούμαι — μισθοποιοῡμαι, έομαι (Α, Μ μισθοποιῶ, έω) μσν. μισθοδοτώ, παρέχω μισθό αρχ. (το μέσ.) εισπράττω μίσθωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μισθοποιός (< μισθός + ποιός*)] …   Dictionary of Greek

  • μισθοφορώ — μισθοφορῶ, έω (Α) [μισθοφόρος] 1. αμείβομαι για υπηρεσία που παρέχω, λαμβάνω μισθό, είμαι μισθοφόρος 2. αποφέρω κέρδος, παρέχω εισόδημα («οἰκία μισθοφοροῡσα», Ισαί.) 3. προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου με μισθό, μισθοδοτώ κάποιον 4. (το… …   Dictionary of Greek

  • σιταρχώ — (I) ἡ, Α γυναίκα αξιωματούχος τής σιταρχίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρχης «τροφοδότης» + επίθημα ώ (πρβλ. μορφ ώ)]. (II) έω, Α τροφοδοτώ ή μισθοδοτώ τους στρατιώτες ή άλλες ομάδες ανθρώπων (α. «σιταρχεῑν τοὺς στρατιώτας», επιγρ. β. «σιταρχεῑται δὴ ὁ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”